γαϊδουρολάτης

γαϊδουρολάτης
και γαδουρολάτης, ο (Μ γαδουρολάτης)
ο γαϊδουράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γα (ϊ) δούριν + -λατης (< αρχ. ελά-της < ελαύνω), που σημαίνει τον πορευόμενο (πρβλ. αλογολάτης, ζευγολάτης, πρωτολάτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γαϊδουρολάτης — ο ο αγωγιάτης που οδηγεί γάιδαρο: Άλλα λογιάζει ο γάιδαρος κιάλλα ο γαϊδουρολάτης (παροιμ., άλλα περιμένει κάποιος και άλλα συμβαίνουν) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λάτης — β συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν γενικά «κινώ, οδηγώ, πηγαίνω μπροστά». Ανάγεται στο αρχ. ουσ. ελάτης (πρβλ. ζευγ ελάτης, ον ελάτης) < ἐλαύνω. Συνθετα με β συνθετικό λάτης: αλογολάτης, βοϊδολάτης, γαϊδουρολάτης, ζευγολάτης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”